- δροσόφιλα
- (drosophila melanogaster). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των δροσοφιλιδών, γνωστό ως μύγα του ξιδιού. Το σώμα του, που έχει μήκος περίπου 2 χιλιοστά, είναι γκρίζο-κοκκινωπό και στο άκρο της κοιλιάς μαύρο. Σε αυτό οφείλει και την επιστημονική του ονομασία μελανογάστωρ. Το κεφάλι έχει σύνθετα μάτια και κοντές κεραίες· στον θώρακα υπάρχουν δύο διαφανείς και καλά ανεπτυγμένες πτέρυγες. Η δ. αποθέτει τα αβγά της μέσα στις ουσίες με τις οποίες τρέφεται, δηλαδή σε διάφορα φρούτα που βρίσκονται σε αποσύνθεση και σε σακχαρώδη υλικά σε ζύμωση.
Η δ. χρησιμοποιήθηκε το 1910 από τον Αμερικανό βιολόγο Μόργκαν (1866-1945) καθώς και από άλλους επιστήμονες για γενετικές έρευνες, επειδή παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα, όπως είναι η ταχύτητα εκτροφής της, η σχετικά απλή γενετική της σύσταση (διαθέτει μόνο οκτώ χρωματοσώματα) και η ευαισθησία της στις πειραματικές επεξεργασίες (επιλογές, διασταυρώσεις, μεταλλάξεις, φυσικές ή προερχόμενες από τεχνητά ερεθίσματα κλπ.). Οι μελέτες αυτές επιτρέπουν τον εντοπισμό των γονιδίων που βρίσκονται στα χρωματοσώματα του κυττάρου και μεταφέρουν τους κληρονομικούς χαρακτήρες.
Η δροσόφιλα, γνωστή ως μυγίτσα του ξιδιού, χρησιμοποιείται ευρύτατα στις γενετικές έρευνες.
Dictionary of Greek. 2013.